- αγκαθός
- ο обл1) наружный уголок глаза; 2) конец, край; угол; 3) мор. конец киля
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγκαθός — ο ο κανθός, η γωνία του ματιού: Καθώς περνούσες σε πήρε ο αγκαθός μου (σε είδα) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγκαθός — ο 1. η προς τον κρόταφο κόγχη τού ματιού 2. εσωτερική γωνία σπιτιού 3. εξωτερική γωνία κάθε αντικειμένου 4. το άκρο τής καρίνας πλοίου 5. γωνιώδης εγκοπή ξύλου, όπου μπαίνει το άκρο άλλου ξύλου για να στερεωθεί και να εφαρμόσει καλύτερα 6.… … Dictionary of Greek